- ἐπιπλάσεως
- ἐπιπλάσεω̆ς , ἐπίπλασιςapplicationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
басньныи — (3*) пр. 1.Выдуманный, ложный, сказочный: да не стыдить(с), ѥсть присно чл҃вкоу, подобьѥ басньноѥ словимыхъ ||=б҃ъ имѣющимъ злоѥ и неч(с)тоѥ житиѥ. (τῶν μυϑολογουμένων ϑεῶν) ΓΑ XIII XIV, 53 54; ни мозгомь еленимь и лвовымь басньнымь кормимъ. но… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek